- διαβιβάσεις
- врcки
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
διαβιβάσεις — διαβιβάζω carry over aor subj act 2nd sg (epic) διαβιβάζω carry over fut ind act 2nd sg διαβιβάζω carry over aor subj act 2nd sg (epic) διαβιβάζω carry over fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβίβαση — η 1. μεταβίβαση, μετάδοση, μεταφορά, αποστολή 2. (στον πληθ. και στη στρατιωτική ορολογία) οι διαβιβάσεις το όπλο τού στρατού που είναι επιφορτισμένο με την επικοινωνία τμημάτων, μονάδων, σωμάτων, όπλων, κλάδων, επιτελείων κ.λπ. τού στρατού … Dictionary of Greek
κεραία — I (Ζωολ.). Αρθρωτό εξάρτημα, με το οποίο είναι εφοδιασμένο το κεφάλι των εντόμων, των μυριαπόδων και των καρκινοειδών. Τα τελευταία φέρουν δύο ζεύγη κ., οι οποίες είναι δισχιδείς, ενώ οι δύο πρώτες ομάδες έχουν μόνο ένα ζεύγος μονοσχιδών κ. Είναι … Dictionary of Greek
μάχιμος — η, ο (ΑM μάχιμος, ον και μάχιμος, η, ον) 1. ικανός, επιτήδειος για μάχη, πολεμικός, αξιόμαχος («αἱ μάχιμοι μυριάδες», Ηρόδ.) 2. πολίτης ικανός για πόλεμο, οπλίτης, στρατιώτης νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει σε στρατιωτικό σώμα ή σε στρατιωτική δύναμη … Dictionary of Greek
παραλλαγή — (Μουσ.). Η τροποποίηση (ρυθμική, αρμονική, μελωδική, αντιστικτική) ενός δεδομένου μουσικού θέματος. Από ιστορική άποψη, η π. ξεκινά από τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού. Το προς π. «θέμα» ήταν το λειτουργικό άσμα, που, πέρα από τις διάφορες… … Dictionary of Greek
Μάξγουελ, Τζέιμς Κλερκ — (James Clerk Maxwell, Εδιμβούργο 1831 – Κέιμπριτζ 1879). Άγγλος φυσικομαθηματικός. Είχε φανερώσει δείγματα ιδιαίτερης ευφυΐας από πολύ μικρή ηλικία (ήταν 14 ετών όταν παρουσίασε την πρώτη του εργασία). Ακολούθησε μαθήματα πρώτα στο πανεπιστήμιο… … Dictionary of Greek